Μια κυβέρνηση της αριστεράς στη Χιλή (1970-1973)
Γράφει ο Κρίτων Ηλιόπουλος
Αμέσως μετά το πραξικόπημα του Πινοτσέτ στις 11 Σεπτέμβρη 1973 υπήρξε μια συσπείρωση της χιλιάνικης και της παγκόσμιας αριστεράς κατά της φρίκης της δικτατορίας. Όμως πρωτύτερα, στα τρία χρόνια της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας, 1970-73, υπήρχαν πολλές διαφωνίες μέσα στο αριστερό στρατόπεδο της μεγάλης «μάχης της Χιλής». Επιπλέον, για πολλά χρόνια, η ευθύνη για την ήττα αποδιδόταν από αρκετούς σε εκείνες τις διαφωνίες ή στα λάθη τακτικής και στρατηγικής της Λαϊκής Ενότητας (Λ.Ε).
Εάν ρίξουμε μια πιο ψύχραιμη ματιά, σήμερα 40 χρόνια μετά το βομβαρδισμό του προεδρικού μεγάρου της Χιλής, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν οι εσωτερικές αδυναμίες που έφταιξαν για την ήττα αλλά μάλλον η «υπεροπλία» και η μεγαλύτερη ισχύς του αντίπαλου.
Επίσης από την απόσταση του χρόνου θα διαπιστώσουμε ότι οι επιτυχίες της αριστερής κυβέρνησης ήταν εντυπωσιακές και πολύ περισσότερες από τις αποτυχίες. Η κριτική για τις ευθύνες της ήττας βασίζεται ακριβώς σ’ αυτές τις επιτυχίες. Εφόσον επί τρία «ατέλειωτα» χρόνια απίστευτων καθημερινών αλλαγών και συγκρούσεων στην κοινωνία της Χιλής, το κίνημα της Λαϊκής Ενότητας κατάφερε αυτά που κατάφερε χωρίς να ανατραπεί, θα μπορούσε να είχε νικήσει. Μερικοί υποστήριξαν ότι δεν θα μπορούσε. Άλλοι επικέντρωσαν στη δύναμη που έχουν οι κάννες και ότι ήταν ζήτημα όπλων. Ωστόσο στην κοντινή Αργεντινή ηττήθηκε λίγο αργότερα και αυτή η άποψη.
Στις κουτσομπολίστικες στήλες μπορεί να διαβάσουμε για τη διαμάχη περί του αν αυτοκτόνησε ή σκοτώθηκε ο Αλιέντε, για το αν έπινε ή δεν έπινε ουίσκι και άλλες θεωρίες που έχουν στόχο να μειώσουν την αξία της κυβέρνησης Λαϊκής Ενότητας και της προσωπικότητας του προέδρου της. Δεν έχει νόημα να κάνουμε μαντείες και «μετά Χριστόν» προφητείες, η συζήτηση αυτή κράτησε πολλά χρόνια και αποδείχτηκε άγονη.
Η Λαϊκή Ενότητα ήταν μια συμμαχία όπου συμμετείχε το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κομμουνιστικό, το Ριζοσπαστικό Κόμμα, το Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης (MAPU) και η Ανεξάρτητη Λαϊκή Δράση. Ο γιατρός Σαλβαδόρ Αλιέντε ήταν ένας σοσιαλδημοκράτης πολιτικός που είχε κατέβει υποψήφιος πρόεδρος στις εκλογές του 1954, του 1958 και 1964 πριν από την τελευταία εκλογική κάθοδο που οδήγησε στη νίκη, το 1970. Απ’ ό,τι λένε όσοι τον γνώρισαν πίστευε πολύ στη δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες, επέμενε στη νομιμότητα και είχε μεγάλη ευαισθησία σε ζητήματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Πριν από την κουβανική επανάσταση οι πολιτικές του απόψεις περιορίζονταν σε ζητήματα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Επηρεάστηκε πολύ από την κουβανική επανάσταση και αφιερώθηκε στον αγώνα για τον «χιλιάνικο δρόμο προς το σοσιαλισμό» που διέφερε από το σοβιετικό πρότυπο κυρίως σε θέματα δημοκρατίας. Επέμενε στην ελευθερία των κομμάτων, του τύπου, των συνδικάτων και άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το μεγαλύτερο κόμμα της Λαϊκής Ενότητας ήταν το σοσιαλιστικό κόμμα, ένα κόμμα με πολλές αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Συνυπήρχαν αναρχοσυνδικαλιστές και ακτιβιστές κάθε λογής με πολιτικούς συντηρητικών απόψεων.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε ακλόνητες πολιτικές απόψεις που αντέγραφαν το σοβιετικό μοντέλο. Τα δύο μεγάλα κόμματα δεν συμφωνούσαν στις προτεραιότητες και στους ρυθμούς των αλλαγών στο δρόμο για το «χιλιάνικο σοσιαλισμό», όμως τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν στο εσωτερικό του σοσιαλιστικού κόμματος. Επίσης ήταν σημαντική η επιρροή μικρότερων κομμάτων, όπως το MIR, που παρότι μικρά εξέφραζαν ισχυρά κοινωνικά ρεύματα.
Η κυβέρνηση
Ενώ η κυβέρνηση Αλιέντε εκλέχτηκε με μικρό ποσοστό, 36,2% (ο πρώην πρόεδρος Αλεσάντρι πήρε 34,9% και η Χριστιανική Δημοκρατία 27,8%) στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν τον Απρίλη πήρε το 51%. Τότε ορισμένοι στη Λ.Ε. πρότειναν να συγκληθεί δημοψήφισμα ώστε να αποφασιστούν γρηγορότερα συνταγματικές αλλαγές. Η πρόταση απορρίφθηκε.
Ύστερα από τρία χρόνια, στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου του 1973, και με τρομερή συσπείρωση όλης της δεξιάς, η Λαϊκή Ενότητα πήρε 44% και η Ενωμένη Δεξιά δεν κατάφερε να κερδίσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων που χρειαζόταν για να ρίξει τον πρόεδρο. Έτσι ο μόνος δρόμος που απέμενε ήταν τα τανκς που φάνηκαν πρώτα τον Ιούνιο και μετά στις 11 Σεπτέμβρη για την οριστική νίκη τους. Τα λεπτομερή γεγονότα καταγράφονται σε αμέτρητες πηγές, ωστόσο η ερμηνεία και τα συμπεράσματα ποικίλουν. Επίσης μεγάλη συζήτηση έχει γίνει για την ανάμιξη των ΗΠΑ και της CIA στην υπονόμευση της αριστερής κυβέρνησης και στο πραξικόπημα του Πινοτσέτ, ανάμιξη την οποία έχει επισήμως ομολογήσει η αμερικάνικη πολιτική ηγεσία. Ωστόσο, η ξένη επέμβαση και η θεωρία της «εξαρτημένης» οικονομίας δεν επαρκεί για την ερμηνεία των γεγονότων, από τα οποία αναδεικνύεται η μαζική υποστήριξη της δεξιάς και επίσης η ύπαρξη «εθνικής» τάσης του καπιταλισμού.
Στο πολιτικό πεδίο δινόταν η μάχη της δεξιάς με την αριστερά για το ποιος θα πάρει με το μέρος του τη Χριστιανική Δημοκρατία, ενώ στο κοινωνικό πεδίο η οξυμένη ταξική πάλη της μεγάλης μάζας των προλετάριων και των άκληρων εργατών γης εναντίον 40 περίπου πάμπλουτων οικογενειών που «παραδοσιακά» ήταν οι ιδιοκτήτες της Χιλής, θα κρινόταν από το ποιος θα κέρδιζε με το μέρος του τα υπολογίσιμα μεσαία στρώματα.
Το πρόγραμμα της Λ.Ε περιλάμβανε την κρατικοποίηση «κρίσιμων» τομέων της οικονομίας, την εθνικοποίηση του ορυκτού πλούτου και ειδικότερα του χαλκού, την επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης και το μοίρασμα της γης των μεγάλων λατιφούντιων, το πάγωμα των τιμών, την αύξηση των μισθών όλων των εργαζομένων η οποία θα γινόταν με κοπή χαρτονομισμάτων, κρατικό σύστημα υγείας, εκστρατεία για τη μόρφωση και την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και τροποποιήσεις στο σύνταγμα που αφορούσαν το πολιτικό σύστημα.
Τον πρώτο χρόνο τριπλασιάστηκαν οι συντάξεις, αυξήθηκαν σημαντικά οι μισθοί, χιλιάδες δάσκαλοι και σχολεία έπιασαν δουλειά, δωρεάν γάλα μοιραζόταν στα σχολεία.
Ενδεικτικό του προσανατολισμού της κυβέρνησης ήταν δύο από τα πρώτα μέτρα που πήρε.
-Το ένα ήταν η αμνηστία όλων των πολιτικών κρατουμένων και η ελεύθερη δράση κομμάτων και οργανώσεων, όπως το MIR, που ήταν πριν στην παρανομία.
-Το άλλο μέτρο, ενδεικτικό του προσανατολισμού, ήταν η επανασχεδίαση του Μετρό του Σαντιάγο ώστε να πηγαίνει στις φτωχογειτονιές της πόλης.
Ο εθνικισμός είναι ένας κοινός παρονομαστής σε αριστερά και δεξιά, στην αριστερά με την έμμεση υποστήριξη της «εθνικής αστικής τάξης» εναντίον του «ιμπεριαλισμού» και στη δεξιά με την διαχρονική ταξική συνεργασία στο όνομα της «πατρίδας». Η εθνικοποίηση του Χαλκού ψηφίζεται ομόφωνα στο Κονγκρέσο και οι αμερικάνικες εταιρείες Ανακόντα (γνωστή από το Κάντο Χενεράλ), Κένεκοτ και ΙΤΤ δεν παίρνουν δεκάρα αποζημίωση. Εντυπωσιακό είναι ότι η δικτατορία του ΠινοτσέτΔΕΝ ιδιωτικοποίησε τον «εθνικό» χαλκό, η CODELCO παρέμεινε κρατική και μέχρι το ‘80 έλεγχε περισσότερο από το 90% της παραγωγής χαλκού. Η διαφορά ήταν ότι με τα «εθνικά» κέρδη του χαλκού η κυβέρνηση Αλιέντε ενίσχυσε τα εισοδήματα των εργατών και των καταπιεσμένων τάξεων, ενώ η Χούντα του Πινοτσέτ ενίσχυε τα δικά της εισοδήματα και τους προσωπικούς λογαριασμούς του Πινοτσέτ στην Ελβετία.
Οι μεγάλες αλλαγές δεν έγιναν μόνο από «τα πάνω» με αποφάσεις απλώς των υπουργών και της βουλής. Ένα ισχυρό μαζικό κίνημα, είτε με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης είτε παρά τη θέλησή της, οργάνωνε καταλήψεις και απαλλοτριώσεις εργοστασίων και επιχειρήσεων, ξήλωνε συρματοπλέγματα στα τσιφλίκια και μοίραζε τη γη. Στις γειτονιές λειτουργούσαν Επιτροπές Διανομής Τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης που παρέκαμπταν τα εμπόδια των εμπόρων. Οι πιο ριζοσπαστικές πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις που στήριζαν κριτικά την κυβέρνηση και διαφωνούσαν με τις προτεραιότητες και τους ρυθμούς των αλλαγών, δεν έκαναν απλώς κριτική αλλά αναλάμβαναν δράση για να υλοποιήσουν τις πολιτικές που θεωρούσαν σημαντικές για την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, η τριετία της κυβέρνησης ήταν μία έκρηξη στις τέχνες και τις ιδέες, μια απίστευτη άνθιση λογοτεχνίας, ποίησης, μουσικής, ζωγραφικής, θεάτρου.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε λίγο πώς εκφράστηκε στη Χιλή του 70 αυτό το παλιό δίπολο που έγινε βάση για πολλές στερεοτυπικές θέσεις της αριστεράς του 20ου αιώνα.
Η κυβέρνηση της αριστεράς δεν λειτούργησε «κατασταλτικά» στις ιδεολογικές και πολιτικές διαμάχες στην αριστερά, ούτε επιχείρησε να ενσωματώσει και να καθυποτάξει τις πιο ριζοσπαστικές απόψεις.
Αντίθετα, η κυβέρνηση της αριστεράς έδωσε την ευκαιρία «ανθίσουν» πολλά λουλούδια και σίγουρα δεν υπήρξε καμία αριστερή πολιτική οργάνωση που να αντιμετώπισε την κυβέρνηση Αλιέντε ως «εχθρό».
Η πιο ισχυρή και πιο ηρωική οργάνωση που διεκδικούσε για τον εαυτό της τον τίτλο «επαναστατική» ενώ κατηγορούσε τις κυρίαρχες τάσεις της Λαϊκής Ενότητας για ρεφορμισμό, ήταν το Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς (MIR). Η ουσιαστική διαφωνία του με τα κόμματα της Λ.Ε ήταν ότι η κατάργηση του καπιταλισμού δεν γίνεται βαθμιαία και σε στάδια αλλά με ρήξη και επανάσταση. Θεωρούσε ότι η κυβέρνηση του Αλιέντε και οι κομμουνιστές που συμμετείχαν σ’ αυτή είχαν επιλέξει το μεταρρυθμιστικό δρόμο με τα μεταβατικά στάδια. Παρ’ όλα αυτά, υποστήριζε την αριστερή κυβέρνηση και δεν είχε την άποψη «τι λάχανα τι μπρόκολα».
Ας δούμε σύντομα την ιστορία του MIR, τις απόψεις του και τη δράση του την περίοδο της κυβέρνησης Αλιέντε.
Ας δούμε σύντομα την ιστορία του MIR, τις απόψεις του και τη δράση του την περίοδο της κυβέρνησης Αλιέντε.
Το MIR
Ιδρύθηκε το 1965 από την ένωση μιας ομάδας (Μαρξιστική Επαναστατική Πρωτοπορία) νέων που είχαν φύγει από το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό κόμμα, με το τροτσκιστικό Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα της Χιλής. Συνδύαζε τις τροτσκιστικές με τις γκεβαρικές απόψεις. «Στις σοσιαλιστικές χώρες που ελέγχονται από το ρεφορμισμό ή το ρεβιζιονισμό, στηρίζουμε τον επαναστατικό λαό και όχι τις γραφειοκρατικές ηγεσίες, που παραμορφώνουν τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και προδίδουν τον επαναστατικό μαρξισμό» γράφει η πρώτη διακήρυξη αρχών του. Το 1967 απομακρύνονται ορισμένοι τροτσκιστές και στην ηγεσία αναδεικνύονται τρεις φοιτητές, με πιο γνωστό τον Μιγκέλ Ενρίκες. Στο νέο πρόγραμμα υιοθετεί ως βασικό άξονα τη θέση για αντάρτικο αγώνα στην ύπαιθρο.
Το MIR βγαίνει από την παρανομία με την κυβέρνηση Αλιέντε και υποστηρίζει τη γραμμή της Ανεξάρτητης από την Κυβέρνηση Λαϊκής Εξουσίας. Έχει σημαντική δράση μέσα από τα μαζικά μέτωπα που οργανώνει όπως τοΕπαναστατικό Κίνημα Αγροτών, το Κίνημα των Παραγκουπόλεων, το Κίνημα των Επαναστατών Εργατών. Όπως περιγράφει ο Μισέλ Λεβί, «μαζί με την αριστερά της Λαϊκής Ενότητας, (που αποτελείται από μια πτέρυγα του σοσιαλιστικού κόμματος, μία τάση του MAPU –Ενωμένο Κίνημα Λαϊκής Δράσης και την χριστιανική αριστερά) επιχειρούν να πάρουν την ηγεμονία στο Εργατικό Κίνημα την οποία έχει το κομμουνιστικό κόμμα της Χιλής, χωρίς να τα καταφέρουν.» (Michael Lowy, O marxismo na America Latina).
Ο γραμματέας του ΚΚ Χιλής, Λουίς Κορβαλάν υποστηρίζει: «[…] αυτό που πολεμάει ο Ιμπεριαλισμός και η ολιγαρχία […] δεν είναι η φανταστική Ανεξάρτητη από την Κυβέρνηση Λαϊκή Εξουσία που λέει το MIR, και που υπάρχει μονάχα στα κεφάλια των ηγετών του, αλλά η κυβέρνηση του προέδρου Αλιέντε.». Το MIR απαντάει ότι Λαϊκή Εξουσία που είναι εναλλακτική και αυτόνομη «αποτελεί μέρος μιας προλεταριακής στρατηγικής, εναλλακτικής προς το ρεφορμισμό που κρατάει τις μάζες υποταγμένες στην αστική δημοκρατία. […] Δεν είναι φανταστική, ξεπήδησε ήδη, αναπτύσσεται και θα γίνει ισχυρότερη στις μάζες, όσο και αν ορισμένοι ηγέτες του ΚΚ θέλουν να το εμποδίσουν[…]»
Ποια είναι η θέση του MIR για την κυβέρνηση: «Πιστεύουμε ότι μέχρι το σχηματισμό της κυβέρνησης Λ.Ε -Στρατηγών, η κυβέρνηση ήταν κυρίως αριστερή ρεφορμιστική, διεύρυνε τις δημοκρατικές ελευθερίες στη Χιλή και εφάρμοσε ένα περιορισμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων προς όφελος της εργατικής τάξης, και με αυτή την έννοια τη θεωρούμε θετική. Αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε απολύτως με την πρακτική της, ούτε με την υποταγή της ανεξάρτητης πάλης του προλεταριάτου στις δυνατότητες κυβερνητικής δράσης […] Θεωρούμε θετική την ύπαρξη μιας κυβέρνησης της αριστεράς, στο βαθμό που αυτή πράγματι είναι ένα εργαλείο και ένας σημαντικός μοχλός στον αγώνα της εργατικής τάξης και των μαζών. Γι’ αυτό ασκούμε κριτική στη ρεφορμιστική πολιτική που με τις ταλαντεύσεις της και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις μάζες, υποχρεώθηκε να ξεπεράσει την κρίση του Οκτωβρίου (ΣτΣ μαζικές απεργίες της εργοδοσίας και ιδιοκτητών μέσων μεταφοράς) εντάσσοντας στην κυβέρνηση και στον κρατικό μηχανισμό ορισμένους αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων […]»
Το MIR έκανε κριτική στο ΚΚ Χιλής ότι έδινε προτεραιότητα στις οικονομικές επιτυχίες, στη «μάχη της παραγωγής», μια μέθοδος που απέτυχε να κερδίσει τις μάζες και να αλλάξει το συσχετισμό δυνάμεων. Καταγγέλλει το ΚΚ Χιλής ότι «αποφάσισε να ζητήσει τη βοήθεια της εθνικής αστικής τάξης» και η ίδια ανακοίνωση του MIR, στις 10 Φεβρουαρίου 1973, καταλήγει:
«Στη Χιλή ποτέ δεν άρχισε καμία μετάβαση από τον καπιταλισμό προς το σοσιαλισμό. Αυτό που συνέβη, από τις 4 Οκτωβρίου 1970 ως σήμερα, είναι μια μετάβαση προς έναν Κρατικό Καπιταλισμό, υπό την ηγεσία μιας μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης της αριστεράς. Σήμερα το ΚΚ Χιλής προτείνει να αναβιώσει, με άλλον τρόπο, η παλιά θέση για εθνική απελευθέρωση, της «προοδευτικής» εθνικής αστικής τάξης και για μια επανάσταση σε στάδια. Αυτό σημαίνει το πλατύ μέτωπο που προτείνει ο Καντεμάρτορι και η ηγεσία του ΚΚ θέλει να οικοδομήσει με το προλεταριάτο και την αστική τάξη που αποκαλείται «εθνική και προοδευτική». Όλες οι οικονομικές πολιτικές του ΚΚ έχουν προσανατολισμό να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της «εθνικής αστικής τάξης».»
Αξίζει τέλος να δούμε μια λογοτεχνική προσωπική μαρτυρία για την περίοδο, από το βιβλίο του Λουίς Σεπούλβεδα, Η τρέλα του Πινοτσέτ, εκδ. Όπερα, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.
«Τον είχα γνωρίσει ένα πρωί του Φεβρουαρίου του 1971. Έξι μήνες νωρίτερα, το εργοστάσιο του Πουέντε Άλτο μιας εταιρείας αφυδάτωσης και εξαγωγής φρούτων, της COAFRUT, είχε καταληφθεί από τους εργάτες που αγανακτισμένοι από το να δουλεύουν για μισθούς πείνας και να βλέπουν όλα τους τα δικαιώματα να καταπατιούνται με χιλιάδες τεχνάσματα, έδιωξαν αφεντικά και εργοδηγούς, αλλά δε διέκοψαν την παραγωγή. Εκείνη την εποχή, όλα τα «πολιτικά στελέχη» (δηλαδή στελέχη της Λαϊκής Ενότητας ικανά να τους δοθούν αρμοδιότητες) οφείλαμε να δεχόμαστε εντολές που, καμιά φορά, η εκτέλεσή τους υπερέβαινε μεν τις γνώσεις μας, αλλά και αποτελούσε πρόκληση στη δημιουργική ικανότητα που χαρακτήρισε τις χίλιες μέρες της λαϊκής κυβέρνησης. Έτσι, λοιπόν, μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μιας απόφασης που με ονόμαζε μεσολαβητή, εκπρόσωπο του κράτους σ’ εκείνη τη βιομηχανία, παρουσιάστηκα στους εργάτες της COAFRUT για να ασκήσω αυτά τα καθήκοντα.Δεν στάθηκε εύκολο να μπω στο κτίριο. Χωροφύλακες έμπλεοι φόβου μπροστά στην παντοδυναμία των αφεντικών και οπλισμένοι μπράβοι, πληρωμένοι από την Άκρα Δεξιά, προσπάθησαν να εμποδίσουν την εκτέλεση μιας καθ’ όλα νόμιμης πράξης. Κρατώντας το έγγραφο που με ονόμαζε μεσολαβητή, απαίτησα από έναν αξιωματικό της χωροφυλακής να σεβαστεί το νόμο και να μ’ αφήσει να μπω στο εργοστάσιο. Ο ένστολος κοίταζε συνέχεια τα αφεντικά, σαν να περίμενε από αυτούς να του πουν τι να κάνει. Και τότε, μια ομάδα εργάτες, οπλισμένοι με τα εργαλεία της δουλειάς τους –φτυάρια, αξίνες, σφυριά-, βγήκαν απ’ τις εγκαταστάσεις και μου άνοιξαν δρόμο να περάσω. Επικεφαλής τους ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος νεαρός με καστανόξανθα μαλλιά, που μου έτεινε το χέρι και με προσφώνησε με ένα αξέχαστο «Καλωσόρισες, σύντροφε μεσολαβητή!» Ήταν ο εργάτης Όσκαρ Λάγος Ρίος.Μπήκαμε στο εργοστάσιο και κλείσαμε πίσω μας τις πόρτες. Μέσα, εκτός από έναν αέρα επαναστατικότητας, επικρατούσε και η πεντακάθαρη ατμόσφαιρα της εργασίας. Ο νεαρός εργάτης με περιέφερε στις εγκαταστάσεις, μου ανέλυσε τις ιδιαιτερότητες της παραγωγής και τον τελικό της προορισμό, και μου επέδωσε έναν κατάλογο με τις επείγουσες ανάγκες. Όλες είχαν να κάνουν με πληρωμές εν καθυστερήσει: πετρέλαιο, ηλεκτρικό, νερό, δόσεις δανείων. Τελευταίοι ήταν γραμμένοι οι μισθοί που είχαν μήνες να καταβληθούν.»