terça-feira, 14 de outubro de 2014



ΒΡΑΖΙΛΙΑ: Τέλος εποχής, αμηχανία για το μέλλον 

Εφημερίδα ΕΠΟΧΗ.

  • Γράφτηκε από τον/την Κρίτων Ηλιόπουλος


Οι εκλογές στη Βραζιλία της περασμένης Κυριακής δείχνουν να επιβεβαιώνουν το αργό και επώδυνο τέλος μιας εποχής, για όλη τη Λατινική Αμερική, και τη δυστοκία, την αμηχανία και την αγωνία για την επόμενη.
Το 41% ψήφισε πάλι για πρόεδρο την Ντίλμα Ρουσέφ και το ιστορικό Εργατικό Κόμμα (ΡΤ), όχι πλέον με ελπίδα αλλά με φόβο. Τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα έχουν τη βεβαιότητα ότι οι αντίπαλοι της Ρουσέφ θα είναι πολύ χειρότεροι. Ωστόσο, το ΡΤ έχασε αρκετά. Καταρχάς έχασε σε απόλυτους αριθμούς, 4 εκατομμύρια ψήφους που όμως δεν πήγαν σε κανέναν από τους αντίπαλους αλλά οι περισσότεροι πήγαν σε αποχή, λευκά και άκυρα. Το συμπέρασμα βγαίνει από τα ποσοστά και τις ψήφους του δεύτερου και του τρίτου κόμματος, το PSDB  με τον Αέσιο Νέβες και το PSB με τη Μαρίνα Σίλβα. Και τα δύο κόμματα, με σαφώς δεξιές πολιτικές θέσεις, πήραν περίπου τα ίδια ποσοστά και αριθμό ψήφων με τις εκλογές του 2010, δηλαδή 33% ο Νέβες και 22% η Σίλβα. Ωστόσο, η επανεκλογή της Ντίλμα Ρουσέφ είναι δύσκολη, και πολύ περισσότερο διότι πιθανόν η Μαρίνα Σίλβα να υποστηρίξει ανοιχτά τον Αέσιο Νέβες. Επιπλέον, το Εργατικό Κόμμα είχε μια πολύ σημαντική ήττα στη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη οικονομικά πολιτεία, το Σάο Πάουλο, που ήταν και το επίκεντρο των μεγάλων διαδηλώσεων του 2013. Ο υποψήφιος του ΡΤ βγήκε τρίτος με μόλις 16%, ενώ πρώτος με μεγάλο ποσοστό βγήκε για 4η θητεία ο δεξιός Άλκμιν, κατηγορούμενος για πολλά σκάνδαλα και δεύτερος ο επίσης δεξιός Π. Σκαφ... πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων!!  
Ένα ενθαρρυντικό στοιχείο των αποτελεσμάτων είναι ο διπλασιασμός των ψήφων και του ποσοστού του αριστερού κόμματος PSOL, με υποψήφια τη Λουσιάνα Τζένρο. Το PSOL πήρε ένα αρκετά σημαντικό 1,5% που σημαίνει παραπάνω από ενάμισι εκατομμύριο ψήφους. Και σ’ αυτή την περίπτωση, δεν πρόκειται απλώς για ευκαιριακούς ψηφοφόρους αλλά για βαθύτερα πεισμένους και ενταγμένους σε κοινωνικούς αγώνες. Παρά την απόσταση από τα μεγάλα κόμματα, είναι το τέταρτο κόμμα στις προεδρικές εκλογές.

Καταδίκης της πολιτικής του PT

Κρίνοντας από την προεκλογική περίοδο, η αδύναμη νίκη του ΡΤ είναι μια καταδίκη της πολιτικής πρακτικής του. Η πολιτική της «οικονομικής ανάπτυξης με κοινωνικές παροχές» της Ρουσέφ δεν διαφέρει και πολύ από «την οικονομική ανάπτυξη χωρίς διαφθορά» των αντιπάλων της. Σε ελεύθερη μετάφραση για νοήμονα όντα, «οικονομική ανάπτυξη» σημαίνει κρατική διευκόλυνση των ακατάσχετων κερδών του κεφαλαίου ενώ «κοινωνικές παροχές» σημαίνει φιλανθρωπίες για τους φτωχούς και χάντρες για τους ιθαγενείς –(Κυριολεκτικά μάλιστα, διότι οι ιθαγενείς έχουν υποστεί αμέτρητες αδικίες από την κυβερνητική πολιτική που δίνει τη γη τους σε κερδοσκόπους). Και η απαλλαγή από τη «διαφθορά», το κύριο σύνθημα της αντιπολίτευσης, δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά απαλλαγή από την ανάγκη κοινωνικών παραχωρήσεων και υπεράσπιση δημόσιων αγαθών. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι μια ενδεχόμενη νίκη του δεξιού κόμματος θα φέρει κατάργηση πολλών κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και συνέπειες στους γειτονικούς λαούς καθότι η Βραζιλία αποτελεί τοπική «υπερδύναμη».
Η φθορά του ΡΤ συμπαρασύρει αρκετές από τις διεκδικήσεις και τις ιδέες των κινημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη. Με τη βοήθεια των μονοπωλίων της ενημέρωσης, παραδόθηκαν στη δημόσια χλεύη  αξίες και διεκδικήσεις για κοινωνική ισότητα, αντιρατσιστικά, ιθαγενικά  και περιβαλλοντικά αιτήματα που θεωρούνται ως «διαφθορά» και «σπατάλες».  Γελοιοποιώντας τα ψίχουλα που δίνει στους φτωχούς η κυβέρνηση με το «επίδομα οικογένειας» αποσπάστηκε η προσοχή των εκλογέων από τα τεράστια «επιδόματα» σε τραπεζίτες, βιομηχάνους και εξαγωγείς. Εφαρμόστηκε και στη Βραζιλία, μάλλον επιτυχώς, η γραμμή των μίντια για την αναζήτηση προσώπων «μη πολιτικών» που θα κατευνάζουν τη γενική κατακραυγή κατά των «πολιτικών» αλλά θα εφαρμόζουν πειθαρχικά τη δική τους πολιτική. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα τα δυο-τρία μονοπώλια της ενημέρωσης «φούσκωσαν» την υποψήφια των Ευαγγελιστών Μαρίνα Σίλβα, για να αποσπάσουν ψήφους από την Ρουσέφ και μετά με την ίδια ταχύτητα την «άδειασαν». Το πρόγραμμα της Μαρίνα Σίλβα περιλάμβανε από ιδιωτικοποιήσεις μέχρι τη διάλυση της Μερκοσούρ και των συμμαχιών με τις γειτονικές χώρες της ηπείρου. Τα φούμαρα περί προστασίας του περιβάλλοντος κατέρρεαν και μόνο από την καταστροφική διαγωγή της Μαρίνας Σίλβα ως υπουργού Περιβάλλοντος σε παλαιότερη κυβέρνηση του ΡΤ αλλά και τις ίδιες τις αντιφάσεις τους. Επιπλέον, η Μαρίνα Σίλβα ήταν απούσα από την νεολαϊίστικη εξέγερση του 2013 γι’ αυτό και δεν την πίστεψαν περισσότεροι απ’ όσους την εμπιστεύτηκαν το 2010.

Η λήξη του «προοδευτισμού» ;

Μόνο οι αριθμοί των εκλογών όμως δεν λένε πολλά, αν δεν πάρουμε υπόψη ότι τον Ιούνιο του 2013 έγινε μια έκρηξη στους δρόμους της Βραζιλίας, τεράστιες διαδηλώσεις παντού, και προπαντός στο Σάο Πάουλο, όπου τώρα το ΡΤ είχε τη μεγαλύτερη ήττα. Τον Ιούνιο του 2013 εκατομμύρια άνθρωποι, με αφορμή τις τιμές των αστικών συγκοινωνιών,  διεκδίκησαν συνολικά το δικαίωμα να έχουν λόγο στη διακυβέρνηση, στην πολιτική. Έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε την άποψη του Raul Zibechi, σχολιαστή στην αριστερή εφημερίδα «Μπρέτσα» της Ουρουγουάης και συγγραφέα του βιβλίου Η υπερδύναμη Βραζιλία. Ο συγγραφέας, θεωρεί ότι ο κύκλος των προοδευτικών κινημάτων και κυβερνήσεων - που ο ίδιος ονομάζει «Προοδευτισμό» στη Λατινική Αμερική και τον ορίζει ως  «μια περίοδο αντίστασης και αναζήτησης εναλλακτικών στον νεοφιλελευθερισμό από τις κοινωνίες σε κίνηση»- άρχισε το Φεβρουάριο του 1989 με την λαϊκή εξέγερση στο Καράκας και «ίσως να έχει ήδη λήξει τον Ιούνιο του 2013 με τις μαζικές διαδηλώσεις στη Βραζιλία». Ο Zibechi περιγράφει εξαιρετικά τα αποτελέσματα και τα όρια αυτής της περιόδου: «Ο προοδευτισμός βελτίωσε την κατάσταση των φτωχών, αλλά χωρίς να τους ρωτήσει, και παράλληλα τους εμπόδισε  να γίνουν συλλογικά υποκείμενα, μέσω των κοινωνικών πολιτικών. Οι καταπιεσμένοι αποτελούν το αντικείμενο πολιτικών στο σχεδιασμό των οποίων οι ίδιοι δεν συμμετέχουν. Υπήρξε εμφανής βελτίωση της κατάστασης των πιο φτωχών, παρότι η βελτίωση δεν πρέπει να αποδίδεται αποκλειστικά στις κυβερνήσεις, αλλά επίσης υπήρξε ένας κύκλος ανόδου της τιμής των πρώτων υλών διεθνούς χρηματιστηριακής αξίας, (commodities), που εξάγουν όλες οι χώρες της περιοχής. Η αύξηση των εξαγωγών παρείχε τους πόρους για το λάδωμα των μηχανισμών της κοινωνικής πολιτικής. Η κοινωνική πολιτική μέσω των μηχανισμών της αγοράς έχει δύο όρια. Εξαρτάται από τη διαρκή βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών ώστε να υπάρχουν απαραίτητοι πόροι για να διανεμηθούν και δεν αγγίζει καθόλου τη δομή της ιδιοκτησίας ούτε τα κέρδη. Χωρίς βαθιές μεταρρυθμίσεις, χωρίς την αγροτική και τη φορολογική μεταρρύθμιση καταρχάς, δεν υπάρχουν αλλαγές μακράς διαρκείας στη δομή των κοινωνικών τάξεων. Από την άλλη, όταν οι φτωχοί άρχισαν να καταναλώνουν και να κινούνται έξω από τις γειτονιές-γκέτο τους, βρήκαν μπροστά τους άθλιες συγκοινωνίες, άθλια Υγεία και Παιδεία, δηλαδή μια κοινωνία με βαθύτατη ανισότητα».

Ο δεύτερος γύρος

Στις 25 Οκτωβρίου διεξάγεται ο δεύτερος γύρος των εκλογών που είναι πολύ αμφίρροπος λόγω του μεγάλου ποσοστού του τρίτου κόμματος. Μάλλον πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Raul Zibechi ότι τώρα «αρχίζει μια περίοδος μεγάλης αστάθειας όπου οι πρωταγωνιστές θα είναι τα λαϊκά στρώματα», ωστόσο ας διατηρήσουμε προς το παρόν μια αμφιβολία για το προς τα πού θα κατευθυνθεί η νέα μαζική είσοδος επί σκηνής των καταπιεσμένων, διότι δεν είναι ορατή κάποια εναλλακτική, μια πολιτική έκφραση αυτής της κίνησης.

Κρίτων Ηλιόπουλος

domingo, 9 de fevereiro de 2014


Πάμε βολτίτσα; Η βεβήλωση των «ιερών» στη Βραζιλία


του Κρίτωνα Ηλιόπουλου
Shopping Leblon rolezinhoΈνα νέο μαζικό κοινωνικό φαινόμενο εμφανίζεται κάθε Σαββατοκύριακο στη Βραζιλία, κυρίως στη μεγαλούπολη του Σάο Πάουλο, με πρωτοβουλία παιδιών 15-17 ετών. Τα παιδιά, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους, φτιάχνουν μια ιντερνετική σελίδα με τίτλο «Πάμε βολτίτσα» (Rolezinho) και κανονίζουν να συγκεντρωθούν σε ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο της πόλης για να διασκεδάσουν. Συνήθως ακούν απλώς μουσική και χορεύουν. Πού είναι το παράξενο; Αν αυτά τα παιδιά ανήκαν στον ίδιο κόσμο με τους άλλους πολίτες που «βολτάρουν» στα εμπορικά κέντρα, δεν θα ήταν καθόλου παράξενο.
krrrrrrrrrrrrrrΌμως τα παιδιά διαφέρουν. Διαφέρουν στην εμφάνιση, στο χρώμα του δέρματος και, προπαντός, ανήκουν σε διαφορετική κοινωνική τάξη. Είναι τα παιδιά της «περιφέρειας», των απομακρυσμένων από το κέντρο παραγκουπόλεων, όπου συνωστίζονται εκατομμύρια οικογένειες εργαζόμενων και ανέργων. Είναι οι «αποκλεισμένοι» της μεγαλούπολης: δεν έχουν μετρό και λεωφορεία, δεν έχουν τρεχούμενο νερό, δεν έχουν αποχέτευση, δεν έχουν σχολεία, δεν έχουν καν δικαιώματα. Τα παιδιά από τις φτωχογειτονιές πηγαίνουν στα εμπορικά κέντρα να διασκεδάσουν γιατί, όπως λένε, είναι «το μόνο μέρος όπου δεν πληρώνεις για να μπεις». Και πράγματι, τα τεράστια εμπορικά κέντρα είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που «πουλούν» ή νοικιάζουν δημόσιο χώρο, όχι μόνο για αγορές αλλά και για βόλτα, διασκέδαση, σινεμά, φαγητό, συναντήσεις. Οι άλλοι δημόσιοι χώροι σπανίζουν.
Το φαινόμενο «βολτίτσα» στο μολ δεν θα είχε γίνει θέμα συζήτησης και αντικείμενο κοινωνιολογικών μελετών εάν δεν είχε… απαγορευτεί! Ακριβώς. Αρκετά μολς του Σάο Πάουλο κατέφυγαν στη δικαιοσύνη και πέτυχαν μια απόφαση που απαγορεύει αυτό που θα έπρεπε να λογικά επιδιώκουν, την είσοδο κόσμου στο χώρο τους — που θέλουν να τον παρουσιάζουν ως δημόσιο. Ένα μολ, παρότι ιδιωτικός χώρος, δεν είναι κλαμπ που επιλέγει την πελατεία του, θέλει να παίξει το ρόλο του δρόμου με τα καταστήματα και τα σινεμά, το ρόλο της πλατείας με τα μπαρ και τις ταβέρνες, όπου ο καθένας περνάει, βλέπει, αγοράζει ή όχι, κάθεται ή φεύγει. Δεν μπορεί να κάνει φέις κοντρόλ, όχι μόνο γιατί ο νόμος το απαγορεύει, αλλά γιατί έτσι καταργεί τη λειτουργία που το ίδιο θέλει να πουλήσει. Να όμως που το έκαναν, γιατί ενοχλήθηκαν από την παρουσία των «βάρβαρων».
Εδώ αρχίζουν γι’ αυτούς τα προβλήματα. Ο ρατσιστικός και ταξικός αποκλεισμός καταδικάστηκε από πολλές μαζικές οργανώσεις, ειδικά όσες εκπροσωπούν μαύρους. Οργανώθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας σε εμπορικό κέντρο — η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα και πλαστικές σφαίρες. Η καταστολή είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι «βολτίτσες» επεκτάθηκαν, πήραν πολιτικές διαστάσεις και θεωρήθηκαν συνέχεια των διαδηλώσεων του περασμένου χρόνου. Οι απαγορεύσεις έγιναν αντικείμενο πολιτικής πάλης, ακριβώς επειδή βγάζουν στην επιφάνεια τις ταξικές αντιθέσεις και τον κατακερματισμό της κοινωνίας των πόλεων σε αποκλεισμένους μεταξύ τους τομείς.
Εδώ αρχίζουν και οι άλλες αντιφάσεις, νομικές και ιδεολογικές. Πώς να απαγορευτεί κάτι που δεν μπορεί να οριστεί; Γιατί είναι αδύνατο να οριστούν ως νέα αδικήματα η «βόλτα», τα τραγούδια ή το ντύσιμο. Οπότε οι δικαστές υπέπεσαν στη γελοιότητα να εκδίδουν αποφάσεις που απαγορεύουν το αυτονόητο, καθιστούν δηλαδή παράνομες τις …«βολτίτσες» και επιβάλλουν πρόστιμα σε όσους συμμετέχουν στην ομάδα «βολτίτσα» στα μολ — πράγμα παράδοξο, αφού δεν υπάρχει διαμορφωμένη ομάδα με συγκεκριμένα μέλη.
Γελοιότητα μεν, αλλά με σοβαρό αποτέλεσμα: δόθηκε το πράσινο φως στην αστυνομία να ελέγχει ποιοι θα μπαίνουν στα εμπορικά κέντρα. Αυθαιρεσία και ρατσισμός μαζί, δηλαδή. Με κάποιες γελοίες πινελιές, αφού οι αστυνομικοί έφτασαν να απαγορεύουν την είσοδο και στους υπαλλήλους των καταστημάτων των μολς, ακριβώς επειδή είχαν το ίδιο χρώμα δέρματος με τους ανεπιθύμητους «βολταδόρους». Ο Γκίλσον, π.χ., είναι μαύρος και κατοικεί σε μια φτωχογειτονιά της περιφέρειας. Ο φύλακας στην είσοδο του μολ τον εμπόδισε να μπει. Όμως ο Γκίλσον πήγαινε στη δουλειά του, στο χαμπουργκεράδικο του μολ. Τα λόγια του αξίζουν να διαβαστούν προσεκτικά: «Έπεσα θύμα ρατσισμού, ο φύλακας με εξέθεσε εντελώς  μπροστά σε όλη (!) τη μπουρζουαζία», δήλωσε, αγανακτισμένος που λόγω του χρώματός του οι φύλακες έκριναν ότι συμμετέχει σε «ρολεζίνιο». Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι: πόσα σαββατοκύριακα τα εμπορικά κέντρα θα βάζουν ένοπλους αστυνομικούς να φυλάνε τις κλειστές τους πόρτες; Πόσους «εκλεκτούς» πελάτες θα προσελκύσουν με αυτή την τακτική;
Οι «βολτίτσες» των νεαρών μπήκαν στο μικροσκόπιο για ανάλυση. Οι ιδιοκτήτες, οι μεγάλες εφημερίδες και οι κυβερνώντες πασχίζουν να πείσουν ότι δεν πρόκειται για κίνημα, ότι τα παιδιά δεν έχουν πολιτικές ούτε κοινωνικές διεκδικήσεις, ότι απλώς θέλουν να διασκεδάσουν, και πέφτουν έξω οι Αριστεροί αν προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν πολιτικά τα γεγονότα. Ο τίτλος του άρθρου του Economist είναι στον ίδιο τόνο: «Θέλουν να κερδίσουν την προσοχή, δεν ζητούν πολιτική αλλαγή». Γράφτηκαν κι άλλα: «Πρόκειται για αθώο παιχνίδι, για διασκέδαση»· «Οι βόλτες δεν είναι ταξική πάλη»· «Τα παιδιά με τα τραγούδια τους διεκδικούν καταναλωτικά προϊόντα, τα διαφημίζουν και τα αγοράζουν, δεν πολεμούν τον καπιταλισμό, τον διεκδικούν». Όμως τότε γιατί κράτος, καταστηματάρχες, πλούσιοι θαμώνες και πολιτικοί στρέφονται εναντίον της «αθώας διασκέδασης»; Αφού τα παιδιά «διεκδικούν τον καπιταλισμό» τότε γιατί ο καπιταλισμός τα καταδιώκει; Αφού «δεν κάνουν πολιτική» γιατί ο δημόσιος λόγος και ο νόμος ασχολούνται μαζί τους;
Είτε το επιδιώκουν είτε όχι, τα παιδιά κάνουν πολιτική διαμαρτυρία και μια αποκάλυψη. Εμφανίζονται, υπάρχουν, διεκδικούν, ενώ θα έπρεπε να είναι «αόρατοι», γιατί οι άλλοι τους θεωρούν άσχημους, βρόμικους, ενοχλητικούς. Το κόμμα της κοινωνικής ελίτ του Σάο Πάουλο σπεύδει να προστατέψει την εκλογική του βάση από τους «βαρβάρους»: «Πήγα τα εγγόνια μου στο τάδε εμπορικό κέντρο την Κυριακή», λέει ένας γερουσιαστής. «Πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε εγώ και άλλοι παππούδες αν ένα τσούρμο μαντραχαλάδες έμπαινε να κάνει μια “βόλτα”;», και συνεχίζει: «δεν είναι αριστερή πράξη να πηγαίνεις στα μολ για να κάνεις βαρβαρότητες. Μερικά άτομα έμειναν με τη νοσταλγία μιας επανάστασης που δεν έγινε και δεν θα γίνει ποτέ»· και: «πρέπει να είμαστε πολιτισμένοι στις σχέσεις μας αλλιώς η ζωή θα γίνει ανυπόφορη». Φυσικά εννοεί ότι η δική του ζωή θα γίνει ανυπόφορη, γιατί η ζωή των «άλλων» είναι ήδη σκέτη κόλαση.

Τα τραγούδια, η «μεταμφίεση» και ο… Μπαχτίν που επιβεβαιώνεται
Τα «ρολεζίνιος» που οργανώνουν οι νέοι στα εμπορικά κέντρα εντάσσονται στην κουλτούρα των τραγουδιών φανκ, στο είδος που ανθεί στο Σάο Πάουλο και ονομάζεται funk ostentação, το φανκ της επίδειξης, επειδή εξυμνεί ως σύμβολα καταναλωτικά αντικείμενα πολυτελείας, αυτοκίνητα, γυαλιά ηλίου, αθλητικά παπούτσια — πάντα με αναφορά σε μάρκες. Γι’ αυτό λένε ότι τα παιδιά απλώς θέλουν αντικείμενα πολυτελείας και όχι να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Ωστόσο, εάν ένας «υγιής» καπιταλισμός, όπως στις ΗΠΑ, μπορεί να ανέχεται, να υιοθετεί ή ακόμα και να χρηματοδοτεί τέτοιου είδους περιθωριακά τραγούδια που διαφημίζουν μάρκες (βλ. τον ράπερ 50cent), στον «παραμορφωμένο» καπιταλισμό της Βραζιλίας οι εταιρείες καταδιώκουν τους νέους που αναφέρουν τη μάρκα τους στα τραγούδια τους.
Η αιτία βρίσκεται στην ιστορία της Βραζιλίας και είναι η ίδια που γεννά αυτά τα τραγούδια και τις απαγορεύσεις, όπως συνέβη παλιότερα με άλλες μουσικές, το choro και τη σάμπα. Οι περιθωριακοί «υμνητές» του καπιταλισμού ενοχλούν τον καπιταλισμό. Η μίμηση, ο ύμνος στα προϊόντα πολυτελείας είναι ο δικός τους τρόπος καταγγελίας της περιθωριοποίησής τους. Είναι καρναβαλική μεταμφίεση. Η καρναβαλική γιορτή, υποστηρίζει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο διάσημο έργο Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του, δημιουργεί έναν εναλλακτικό κοινωνικό χώρο, με ελευθερία, ισότητα και αφθονία. Γι’ αυτό η εξουσία ενοχλείται απ’ αυτή την «απλή διασκέδαση».
Στη Βραζιλία το καρναβάλι περιορίζεται σε περίκλειστους χώρους που ονομάστηκαν «σαμποδρόμια». Τις προάλλες ο πρόεδρος των επιχειρηματιών των εμπορικών κέντρων είπε ότι συμπαθεί τους νεαρούς που κάνουν «ρολεζίνιο» και φανκ, αλλά η αστυνομία ας τους στείλει καλύτερα να το κάνουν στο «σαμποδρόμιο» που μένει αχρησιμοποίητο όταν δεν έχει καρναβάλι. Η ιστορία του φανκ επιβεβαιώνει τον Μπαχτίν.